Traduction: de l'allemand
αἱμόρρους
Rien n'a été trouvé.
Essayez de rechercher dans toutes les langues
ou modifier votre requête de recherche.
Regardez d'autres dictionnaires:
αιμόρρους — αἱμόρρους, ουν (και ασυναίρ. αιμόρροος, ον) (AM) 1. αυτός από τον οποίο ρέει αίμα, που αιμορραγεί 2. αυτός που πάσχει από αιμορροΐδες 3. «αἱμόρροοι φλέβες» τόσο μεγάλες ώστε να αιμορραγούν ύστερα από κάθε τραυματισμό 4. (το άρσ. ως ουσ.) ὁ… … Dictionary of Greek
αἱμόρρους — αἱμόρροος flowing with blood masc/fem nom pl αἱμόρροος flowing with blood masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιμορροΐδα — και μοροΐδα, η (Α αἱμορροΐς) συνήθως τόσο στα νέα όσο και στα αρχαία στον πληθυντικό αιμορροΐδες (ενν. φλέβες) φλέβες που διαρρηγνύονται και αιμορραγούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἱμόρροος (= αἱμόρρους). ΠΑΡ. αἱμορροϊδικός] … Dictionary of Greek
αιμορροώ — (Α αἱμορροῶ) [αἱμόρρους] αιμορραγώ, χάνω αίμα νεοελλ. εξαντλούμαι, υποφέρω ψυχικά … Dictionary of Greek
αιμόρροια — η (Α αἱμόρροια) ροή αίματος, αιμορραγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἱμόρροος (= αἱμόρρους). ΠΑΡ. αἱμορροϊκός] … Dictionary of Greek
βαθύρροος — βαθύρροος, ον και βαθύρρους, ουν (Α) αυτός που έχει βαθύ ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + ρόος, ρους < ρέω (πρβλ. αιμόρρους, ωκύρρους κ.ά.)] … Dictionary of Greek